επιπεδόκυρτος

Greek Monolingual

-η, -ο
(για φακό) αυτός που είναι κατά τη μία επιφάνεια κυρτός και κατά την άλλη επίπεδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίπεδο(ν) + κυρτός. Η λ. μαρτυρείται στον Νικηφόρο Θεοτόκη].