οτεχνίτης που κατασκευάζει έπιπλα, ειδικός στην επιπλουργία.[ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο(ν) + -ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Όθωνα Φωστηρόπουλο].