επισκεπάζω

Greek Monolingual

ἐπισκεπάζω (AM)
1. σκεπάζω κάτι από πάνω («ἐπεσκέπασας έν θυμῷ, καὶ ἀπεδίωξας ἡμᾶς»)
2. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο
μσν.
θαμπώνω, κάνω κάτι θαμπό.