Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἐπισκεπάζω (AM)1. σκεπάζω κάτι από πάνω («ἐπεσκέπασας έν θυμῷ, καὶ ἀπεδίωξας ἡμᾶς»)2. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλομσν.θαμπώνω, κάνω κάτι θαμπό.