επιτεχνώμαι

Greek Monolingual

ἐπιτεχνῶμαι, -άομαι (Α)
1. επινοώ δόλους για κάποιο σκοπό, μηχανορραφώ («βουλὴν ἐνταῡθα σοφωτάτην Πεισίστρατος ἐπιτεχνᾱται», Ηρόδ.)
2. εφευρίσκω, μηχανεύομαι εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεχνώμαι (< τέχνη)].