επιτολή
Greek Monolingual
η (AM ἐπιτολή) επιτέλλω
ανατολή, εμφάνιση αστεριού στον ορίζοντα
αρχ.-μσν.
εντολή, διαταγή
αρχ.
1. η περίοδος κατά την οποία εμφανίζεται ένα αστέρι στον ουρανό («πᾶν ἐξείργαστο περὶ ἀρκτούρου ἐπιτολάς», Θουκ.)
2. η ανατολή ενός αστεριού αμέσως πριν από την ανατολή ή μετά τη δύση του ηλίου
3. φρ. α) «ἐπιτολαὶ ἀνέμων» — έγερση ανέμου
β) «ἐπιτολαὶ ποταμοῦ» — πηγή.