εποποιία
Greek Monolingual
η (AM ἐποποιία, Α και ἐποποιίη)
1. η σύνθεση επικού ποιήματος
2. η επική ποίηση, το έπος («τὰ εἴδη ταυτὰ δεῖ ἔχειν τὴν ἐποποιίαν τῇ τραγῳδίᾳ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
σειρά κατορθωμάτων ή ηρωικών πράξεων τα οποία θα άξιζε να υμνηθούν με τη σύνθεση έπους
αρχ.
χρησμός διατυπωμένος σε δακτυλικό εξάμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εποποιός. Όπως η αρχική σημασία της λ. έπος «διήγηση» εξελίχθηκε σε «ηρωική πράξη, κατόρθωμα» λόγω του περιεχομένου τών ποιητικών διηγήσεων του επικού κύκλου, έτσι και η σημ. της λ. εποποιία εξελίχθηκε στη σημ. «ηρωική πράξη» (ακριβέστερα «σειρά ηρωικών πράξεων»)].