εργολαβία

Greek Monolingual

η (AM ἐργολαβία) εργολάβος
ανάληψη εκτελέσεως έργου με αμοιβή συμφωνημένη κατ’ αποκοπήεργολαβία τροφοδοσίας στρατού»)
νεοελλ.
επιδίωξη ερωτικής συνεννοήσεως με βλέμματα, λόγια κ.λπ., ερωτοτροπία
αρχ.
κερδοσκοπία.