εργολάβος

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἐργολάβος)
αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση έργου με ορισμένη αμοιβή
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει ως επάγγελμα την εργολαβία, την ανάληψη της εκτέλεσης έργων με ορισμένη αμοιβή
2. επιρρεπής σε ερωτοτροπία
3. γλυκό με αμύγδαλα και ασπράδι αβγού
αρχ.
ως επίθ. κερδοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + -λαβ-ος από θ. λαβ- (πρβλ. αόρ. β’ έ-λαβ-ον) (λαβ-ή), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δικολάβος)].