ἐριαυγής, -ές (Α)πολύ λαμπρός, φωτεινότατος, ολόφωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -αυγής (< αυγή ή αμάρτυρο αύγοςπρβλ. ηλιαυγής].