ἐριαυγής

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

German (Pape)

[Seite 1027] ές, sehr glänzend, Orph. frg. 7, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριαυγής: -ές, λίαν φωτεινός, λαμπρός, Ὀρφ. Ἀποσπ. 7. 11.

Greek Monolingual

ἐριαυγής, -ές (Α)
πολύ λαμπρός, φωτεινότατος, ολόφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -αυγής (< αυγή ή αμάρτυρο αύγος
πρβλ. ηλιαυγής].