ἐριβώλαξ, ὁ, ἡ (Α)1. αυτός που έχει μεγάλους βώλους χώματος (για εύφορη γη)2. πολύ εύφορος, γόνιμος («ἐν Φθίῃ ἐριβώλακι βοτιανείρῃ», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + βώλαξ «όγκος χώματος»].