βώλαξ

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109

Greek Monolingual

βώλαξ, ο (Α)
ο βώλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + (επίθημα) -αξ (πρβλ. βώμαξ, λάβραξ, χαύναξ κ.ά.)].