ερυθριώ

Greek Monolingual

(AM ἐρυθριῶ, -άω) ερυθρός
κοκκινίζω, γίνομαι κόκκινος (κυρίως από ντροπή) («τότε καὶ εἶδον ἐγώ... Θρασύμαχον ἐρυθριῶντα», Πλάτ.).