ερυσίσκηπτρον

Greek Monolingual

ἐρυσίσκηπτρον, τὸ (Α)
ονομασία φυτού, ασπάλαθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερυσι- (πρβλ. ερυσίβη) + σκήπτρον].