ἐρυσίσκηπτρον
English (LSJ)
τό, a plant, = ἀσπάλαθος, Thphr. De Odoribus 57, Dsc.1.20; = κύπερος, ib.4; also, = ἄκανθα λευκή, Ps.-Dsc.3.12; = ἱερὰ βοτάνη ib.4.60; cf. ἐρίσκηπτον.
German (Pape)
[Seite 1037] τό, ein Strauch, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυσίσκηπτρον: τό, ὄνομα φυτοῦ τινος, = ἀσπάλαθος, Θεόφρ. περὶ Ὀσμ. 57, Διοσκ. 1. 19.
Greek Monolingual
ἐρυσίσκηπτρον, τὸ (Α)
ονομασία φυτού, ασπάλαθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερυσι- (πρβλ. ερυσίβη) + σκήπτρον].