ερωτισμός

Greek Monolingual

ο
υπερβολική επιθυμία για ικανοποίηση του γενετήσιου ενστίκτου και επιζήτηση αισθησιασμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. erotism). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Α. Γ. Μαυρουκάκη στην εφημερίδα Άστυ].