εστιακός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἑστιακὸς και ἑστιατικός, -ή, -όν) εστία
αυτός που αναφέρεται στην εστία
νεοελλ.
1. μαθ. «εστιακή απόσταση» — η απόσταση μεταξύ δύο εστιών μιας κωνικής τομής
2. φυσ. αυτός που αναφέρεται στις εστίες τών κατόπτρων και τών φακών (α. «εστιακή απόσταση» — η απόσταση της κύριας εστίας ενός κεντρωμένου οπτικού συστήματος από το κύριο επίπεδο του συστήματος
β. «εστιακή ευθεία» — μικρό ευθύγραμμο τμήμα, στο οποίο συγκεντρώνονται οι ακτίνες μιας φωτεινής δέσμης
γ. «εστιακό επίπεδο» — επίπεδο κάθετο προς τον άξονα ενός οπτικού συστήματος που περιέχει την εστία)
αρχ.
αγνός, παρθένος.