ετερόβουλος
Greek Monolingual
ἑτερόβουλος, -ον (Μ)
αυτός που έχει διαφορετική γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -βουλος (< βουλή)
πρβλ. εύ-βουλος, κακό-βουλος].
ἑτερόβουλος, -ον (Μ)
αυτός που έχει διαφορετική γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -βουλος (< βουλή)
πρβλ. εύ-βουλος, κακό-βουλος].