Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
[Seite 1048] anderes Willens, Sp.
ἑτερόβουλος, -ον (Μ)αυτός που έχει διαφορετική γνώμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -βουλος (< βουλή)πρβλ. εύ-βουλος, κακό-βουλος].