ἑτερόβουλος

From LSJ

German (Pape)

[Seite 1048] anderes Willens, Sp.

Greek Monolingual

ἑτερόβουλος, -ον (Μ)
αυτός που έχει διαφορετική γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -βουλος (< βουλή)
πρβλ. εύ-βουλος, κακό-βουλος].