ετικέτα
Greek Monolingual
η
1. μικρή επιγραφή που κολλιέται σε φιάλες, κιβώτια, σάκους, τετράδια κ.λπ. για να δηλώσει το περιεχόμενό τους και μερικές φορές την αξία τους
2. εθιμοτυπία, τύπος συμπεριφοράς, κοινωνικής αναστροφής, κοινωνικοί τρόποι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. etichetta < γαλλ. etiquette, παράγωγο του αρχ. ρ. estiquier, estiquer «συνδέω»].