εὐέκτης, ὁ (Α)1. υγιής, δυνατός, εύρωστος (α. «τὸ δὲ σῶμα εὐέκτης», Αριστοφ.β. [και ως επίθ.] «εὐέκται ἀθληταί», Φίλ.)2. ο πλούσιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -έκτης (< έχω), πρβλ. καχέκτης, πλεονέκτης].