εὐέκτης

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐέκτης Medium diacritics: εὐέκτης Low diacritics: ευέκτης Capitals: ΕΥΕΚΤΗΣ
Transliteration A: euéktēs Transliteration B: euektēs Transliteration C: evektis Beta Code: eu)e/kths

English (LSJ)

εὐέκτου, ὁ, (ἔχω) of a good habit of body, opp. καχέκτης, Plb. 3.88.2, D.L.2.22: as adjective, ἀθληταί Ph.1.583.

German (Pape)

[Seite 1064] ὁ, sich wohlbefindend, gesund u. kräftig, Pol. 3, 88, 2 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

εὐέκτης: Polyb., Diog. L. = εὐεκτικός 1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐέκτης: -ου, ὁ, (ἔχω) ὁ εὐεκτῶν, ὑγιής, εὔρωστος, ἀντίθετον τῷ καχέκτης, Πολύβ. 3. 88, 2, Διογ. Λ. 2. 22.

Greek Monolingual

εὐέκτης, ὁ (Α)
1. υγιής, δυνατός, εύρωστος (α. «τὸ δὲ σῶμα εὐέκτης», Αριστοφ.
β. [και ως επίθ.] «εὐέκται ἀθληταί», Φίλ.)
2. ο πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -έκτης (< έχω), πρβλ. καχέκτης, πλεονέκτης].