εὐήχητος και δωρ. τ. εὐάχητος, -ον (Α)1. ο ευηχής («εὐαχήτους ὕμνους», Ευρ.)2. (για θάλασσα) ηχηρός, βουερός («εὐάχητος πόντος», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηχητός < ηχώ < ηχή «ήχος»].