ευαποτείχιστος

Greek Monolingual

εὐαποτείχιστος, -ον (Α), (για τόπο) αυτός που αποτειχίζεται, που αποκλείεται εύκολα με τείχος ή οχύρωμα («εὐαποτειχιστότατος εἴη ὁ Πειραιεύς», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-τειχίζω.