Πειραιεύς

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πειραιεύς Medium diacritics: Πειραιεύς Low diacritics: Πειραιεύς Capitals: ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ
Transliteration A: Peiraieús Transliteration B: Peiraieus Transliteration C: Peiraieys Beta Code: *peiraieu/s

English (LSJ)

or Πειραεύς (v. infr.), ὁ, Piraeus: gen. Πειραιέως, Att. Πειραιῶς Th.2.93, Isoc. 16.46, D.8.7, 24.134, Moer. p.314P.; dat. Πειραιεῖ X. HG2.4.30; acc. Πειραιᾶ ib.5.4.34, Th. 2.93, Pl. R. 327a, D. 17.26; Ion. Πειραιέα Hdt. 8.85:—Loc. Πειραιοῖ, in Piraeus, X. HG 2.4.32, Ael. VH 2.13; Πειραιόθεν, from Piraeus, Alciphr. 2.4.—The form Πειραεύς is freq. in Inscrr., IG2.2459b2, etc.; Πειραέως AP6.349 (Phld.); Πειραιεῖ Ar. Pax 165, but Πειραῐεῖ ib. 145:—Adj. Πειραϊκός, ή, όν, IG22.456.33, Plu. Sull. 14, etc.

French (Bailly abrégé)

1αιέως, att. αιῶς, dat. αιεῖ, acc. αιέα, contr. att. ᾶ (ὁ) :
le Pirée, port et dème d'Athènes, de la tribu Hippothoontide.
Étymologie: πέραν selon Strab.
2έως;
adj. m.
habitant du Pirée.
Étymologie: Πειραιεύς¹.

Greek Monotonic

Πειραιεύς: ή Πειρᾱεύς, ὁ, ο Πειραιάς, το πιο γνωστό λιμάνι της Αθήνας· γεν. Πειραιέως, Αττ. Πειραιῶς, δοτ. Πειραιεῖ, αιτ. Πειραιᾶ, Ιων. Πειραιέα· επίθ. Πειραϊκός, , -όν, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

Πειραιεύς: έως ὁ пиреец, житель или уроженец дема Пирей Aesch., Dem.
έως, атт. αιῶς ὁ Пирей
1 дем в атт. филе Ἱπποθωντίς Xen. etc.;
2 приморский город в этом деме, служивший портом для Афин Thuc., Xen. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Πειραιεὺς: ἢ Πειρᾱεὺς (ἴδε κατωτ.), ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ περιφημότατος λιμὴν τῶν Ἀθηνῶν, γεν. Πειραιέως, Ἀττ. Πειραιῶς Θουκ. 2. 93, Δημ. 91. 27, 742. 16, πρβλ. Ἰσοκρ. 358C, Μοῖρις 314· δοτ. Πειραιεῖ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 32· αἰτ. Πειραιᾶ αὐτόθι 5. 4, 34, Πλάτ. Πολ. ἐν ἀρχ., Δημ. 539. 6, Ἰων. Πειραιέα Ἡρόδ. 8. 85· - Ἐπίρρ. Πειραοῖ, ἐν Πειραιεῖ, (ὡς ὁ L. Dind. ἐν Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. ἀντὶ Πειραιεῖ, ἀλλ’ ἴδε Cobet V. LL. σ. 31), Πειραιοῖ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 13· Πειραιᾶδε, εἰς Πειραιᾶ, Φιλόστρ. 155· Πειραιόθεν, ἐκ Πειραιῶς, Ἀλκίφρων 2. 4. - Ὁ τύπος Πειραεὺς εἶναι συνήθης ἐν ἐπιγραφαῖς, ἐνίοτε ἐν τῇ αὐτῇ ἐπιγραφῇ παρὰ τὸν τύπον Πειραιεύς, Συλλ. Ἐπιγρ. 102. 5. 6, 13. 14, 22· Πειραέως Ἀνθ. Π. 7. 349· Πειρᾱεῖ Ἀριστοφ. Εἰρ. 165· Πειρᾰεῖ αὐτόθι 145, πρβλ. Δινδ. ἐν τόπῳ, Meineke Ἀποσπ. Ἑλλ. Κωμ. 3. 580., 4. 538. Ἐπίθ. Πειραϊκός, ή, όν, Πλουτ. Σύλλ. 14, κτλ. - Κατὰ Στέφ. τὸν Βυζάντ.: «Πειραιός, οὕτως ἐκαλεῖτο ὁ λιμὴν τῆς Ἀττικῆς, Πειραιὸς δὲ καὶ τὸ ἐθνικόν, ὕστερον δὲ Πειραεύς. δῆμος τῆς Ἱπποθοωντίδος φυλῆς. ὁ δημότης Πειραιεύς. τὰ τοπικὰ ἐκ Πειραιῶς, εἰς τόπον εἰς Πειραιᾶ, ἐν τόπῳ ἐν Πειραιεῖ καὶ Πειραιοῖ. λέγεται καὶ κτητικῶς Πειραϊκὸς μετὰ συστολῆς τοῦ α. ἔστι δὲ καὶ τῆς Κορινθίας λιμήν», κτλ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄ , σ. 95.

Middle Liddell

Πειραιεύς, ορ Πειρᾱεύς, έως, ὁ,
Peiraeeus, the most noted harbour of Athens; gen. Πειραιέως, Attic Πειραιῶς, dat. Πειραιεῖ, acc. Πειραιᾶ, ionic Πειραιέα.— adj. Πειραϊκός, ή, όν, Plut.

Translations

als: Piräus; ar: بيرايوس; ast: El Piréu; az: Pirey; bat_smg: Piriejos; ba: Пирей; be_x_old: Пірэй; be: Пірэй; bg: Пирея; ca: El Pireu; ceb: Piraeus; ce: Пирей; cs: Pireus; cy: Piraeus; da: Piræus; de: Piräus; el: Πειραιάς; en: Piraeus; eo: Pireo; es: El Pireo; et: Pireus; eu: Pireo; fa: پیرئاس; fi: Pireus; fr: Le Pirée; gl: O Pireo; he: פיראוס; hr: Pirej; hu: Pireusz; hy: Պիրեյոս; hyw: Փիրէա; id: Piraeus; it: Il Pireo; ja: ピレウス; jv: Piraeus; ka: პირეოსი; kk: Пирей; ko: 피레아스; la: Piraeus; lb: Piräus; li: Pireas; lmo: El Piree; lt: Pirėjas; lv: Pireja; mn: Пирей; nl: Piraeus; nn: Pireus; no: Pireus; oc: Lo Pirèu; pl: Pireus; pnt: Πειραιάς; ps: پیرایوس; pt: Pireu; ro: Pireu; ru: Пирей; sco: Piraeus; sh: Pirej; simple: Piraeus; sk: Pireus; sl: Pirej; sr: Пиреј; sv: Pireus; szl: Pireus; th: ไพรีอัส; tr: Pire; uk: Пірей; ur: پیرایوس; vep: Pirei; vi: Piraeus; vo: Pireas; war: Piraeus; wuu: 比雷埃夫斯; zh: 比雷埃夫斯