ευθύφρων

Greek Monolingual

εὐθύφρων, -ον (ΑΜ)
ο ειλικρινής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -φρων < θ. φρεν- του φρην, γεν. φρεν-ός (πρβλ. εύ-φρων, παρά-φρων)].