ευκολοχώνευτος

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ εὐκολοχώνευτος, -ον)
αυτός που χωνεύεται εύκολα, ο εύπεπτος
νεοελλ.
μτφ. αυτός τον οποίο συμπαθεί ή κατανοεί κάποιος εύκολα («η φιλοσοφία δεν είναι ευκολοχώνευτη»).