Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ευκολοχώνευτος
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ εὐκολοχώνευτος, -ον) αυτός που χωνεύεται εύκολα, ο εύπεπτος νεοελλ. μτφ. αυτός τον οποίο συμπαθεί ή κατανοεί κάποιος εύκολα («η φιλοσοφία δεν είναι ευκολοχώνευτη»).