εὐλογιστία, ἡ (ΑΜ) ευλόγιστοςμσν.η ενέργεια του ευλογώ, ο καλός λόγοςαρχ.φρόνηση, σύνεση, περίσκεψη («χρηστότης ἤθους ἀπλαστία μετ' εὐλογιστίας», Πλάτ.).