ευνητήρ

Greek Monolingual

εὐνητήρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνατήρ, θηλ. εὐνάτειρα (Α) ευνώ
1. σύνευνος, σύζυγος («εὐνάτειρα Διὸς λεχέων», Αισχύλ.)
2. μτφ. φρ. α) «εὐνήτειρα νὺξ ἔργων» — η νύκτα που σταματάει τις εργασίες, (Απολλ. Ρόδ.)
β) «χιτὼν εὐνητήρ» — νυχτερινό πουκάμισο.