ευνώ

From LSJ

μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε → call no man happy until he dies, call no man happy till he dies, it ain't over till the fat lady sings, the opera ain't over till the fat lady sings, count no man happy until he is dead, it's not over till it's over, count no man blessed before his end

Source

Greek Monolingual

εὐνῶ, -άω (Α) εὐνή (ποιητ. ρ., διάφ. τ. του ευνάζω)
1. τοποθετώ κάποιον σε κάποιο μέρος για ενέδρα
2. αποκοιμίζω, καταβαυκαλίζω («εὐνήσασα φρουρόν ὄφιν», Απολλ. Ρόδ.)
3. μτφ. καταπραΰνω («τῆς δ' εὔνησε γόον», Ομ. Οδ.)
4. μέσ. εὐνῶμαι
α) ξαπλώνω, πλαγιάζω να κοιμηθώ
β) κοιμάμαι τον ύστατο ύπνο, τον ύπνο του θανάτου («εὐνήθης ὕπνον ὀφειλόμενον», Ανθ. Παλ.)
γ) (για ανέμους) σταματώ, κατευνάζομαι
δ) συνουσιάζομαι, κοιμάμαι μαζί με κάποιον («θεὰ βροτῷ εὐνηθεῖσα, γυνὴ θεῷ εὐνηθεῖσα», Ομ. Ιλ.)
ε) (μτφ. για ψυχικές καταστάσεις) καταπραΰνομαι («πόλλ' ἐν κακοῖσι θυμὸς εὐνηθεὶς ὁρᾷ», Σοφ.)
5. μέσ. ναρκώνω, καθιστώ κάποιον αναίσθητο με ναρκωτικά.