εὐπηγής, -ές και δωρ. τ. εὐπαγής, -ές (Α)1. (για πρόσωπα) εύσωμος, ρωμαλέος, καλοθρεμμένος, ισχυρός2. ιατρ. (για μήτρα) συμπαγής, στερεός3. στερεός, καλά κατασκευασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πηγης (< πήγνυμι «πήζω, στερεώνω»), πρβλ. περιπηγής].