(ΑΜ εὐπρεπίζω) ευπρεπήςκάνω κάτι ευπρεπές, τακτοποιώ, συγυρίζω, ευτρεπίζωμσν.μέσ. εὐπρεπίζομαι1. είμαι προικισμένος με κάτι2. είμαι αρμόδιος, κατάλληλοςαρχ.παθ. είμαι δεκτός, ευπρόσδεκτος.