συγυρίζω

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

Ν
1. διευθετώ, τακτοποιώ, ευτρεπίζω
2. μτφ. επιπλήττω, κατσαδιάζω, τιμωρώ («τον συγύρισε για καλά»)
3. μέσ. συγυρίζομαι
α) ντύνομαι
β) φροντίζω την εμφάνιση μου, ευτρεπίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γυρίζω. Κατά μία άποψη, το ρ. γυρίζω εννοείται εδώ με σημ. «περιφέρω κάποιον για διαπόμπευση»].