ευρεσικομπία
Greek Monolingual
εὑρεσικομπία, ἡ (Α)
η επινόηση επιδεικτικής φράσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω) + -κομπία (< κόμπος «καύχηση»). Σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος.
εὑρεσικομπία, ἡ (Α)
η επινόηση επιδεικτικής φράσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω) + -κομπία (< κόμπος «καύχηση»). Σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος.