ευρόνοτος

Greek Monolingual

ο (ΑΜ εὐρόνοτος, ὁ, ἡ)
νότιος-νοτιοανατολικός άνεμος, όστρια-σιρόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Εύρος (ο) + νότος.