σιρόκος

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

και σορόκος, ο, Ν
θερμός και υγρός άνεμος που πνέει πάνω από την Μεσόγειο και από τη νότια Ευρώπη από νότιες ή νοτιοανατολικές διευθύνσεις και προκαλεί βροχές και ομίχλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scirocco «νότιος άνεμος»].