ευσέληνος
Greek Monolingual
εὐσέληνος και εὐσέλανος, -ον (Α)
1. λαμπερός, αστραφτερός, σαν να λάμπει το φως της σελήνης
2. φρ. «εὐσέληνον φέγγος» — το λαμπερό φως της σελήνης.
εὐσέληνος και εὐσέλανος, -ον (Α)
1. λαμπερός, αστραφτερός, σαν να λάμπει το φως της σελήνης
2. φρ. «εὐσέληνον φέγγος» — το λαμπερό φως της σελήνης.