η (Α εὐσαρκία) εύσαρκοςνεοελλ.πολυσαρκίααρχ.1. η καλή κατάσταση, η ευρωστία του σώματος («εὐσαρκία και ἀσαρκίᾳ», Αριστοτ.)2. (για καρπό) η μεστότητα.