εὐσαρκία
English (LSJ)
ἡ, fullness of flesh, good condition, Hp.Art.53, Arist.HA493b22, Ph.1.666; coupled with κάλλος, Phld.Mort.29: pl., Antyll. ap. Stob.4.37.16; fleshiness of fruit, Thphr. CP 1.9.2.
German (Pape)
ἡ, Fleischigkeit, Wohlbeleibtheit, Arist. H.A. 1.15, der ἀσαρκία entgeggstzt; Theophr. auch von Früchten.
Russian (Dvoretsky)
εὐσαρκία: ἡ мясистость, (телесная) полнота Arst.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσαρκία: ἡ, εὐρωστία τοῦ σώματος, τὸ ἔχειν καλὰς σάρκας, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 2· ἐπὶ καρποῦ, ὅταν ᾖ εὔσαρκος, μεστὸς τροφῆς, Θεφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1, 9, 2.
Greek Monolingual
η (Α εὐσαρκία) εύσαρκος
νεοελλ.
πολυσαρκία
αρχ.
1. η καλή κατάσταση, η ευρωστία του σώματος («εὐσαρκία και ἀσαρκίᾳ», Αριστοτ.)
2. (για καρπό) η μεστότητα.