εφήλιξ

Greek Monolingual

ἐφῆλιξ, -ικος, δωρ. τ. ἐφᾱλιξ, ὁ (Α)
νέος, νεαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἧλιξ «συνομήλικος»