-η, -ο (ΑΜ ἐχέμυθος, -ον)αυτός που κρατάει για τον εαυτό του το μυστικό που του έχει εμπιστευθεί κάποιος, ο μυστικός, ο σιωπηλόςαρχ.μυθικός, μυθώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + μύθος].