εύγονος

Greek Monolingual

εὔγονος, -ον (Α)
1. ο παραγωγικός, ο γόνιμος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔγονον
η παραγωγική δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γόνος.