εύμηλος

Greek Monolingual

εὔμηλος, -ον, δωρ. τ. εὔμαλος, -ον (Α)
ο πλούσιος σε πρόβατα («εὔβοτος, εὔμηλος, οἰνοπληθής, πολύπυρος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μήλον «πρόβατο»].