πολύπυρος
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
πολύπυρον, (πυρός) rich in corn, epithet of fruitful lands, Il. 11.756, 15.372, Od.14.335,al., A.Supp.555 (lyr.), AP6.258 (Adaeus), Dsc.1.127; ἄγυια Hymn.Is.2., ον, (πῦρ) full of fire, Sch. rec. A.Pr.880.
German (Pape)
[Seite 670] feuerreich, bei Schol. Aesch. Prom. 885 Erkl. von ἄπυρος. weizenreich; Ἄργος, Il. 15, 327; Δουλίχιον, Συρίη, Od. 14, 335. 15, 406, u. öfter; u. auch bei andern Dichtern Beiwort fruchtbarer Länder, Aesch. Suppl. 750; Add. 1 (VI, 258), ἄρουρα, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fertile en blé.
Étymologie: πολύς, πυρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύπυρος -ον πολύς, πυρός rijk aan graan.
Russian (Dvoretsky)
πολύπῡρος: богатый пшеницей, злачный, хлебный (Ἄργος, Συρίη Hom.; ἁ Ἀφροδίτας αἶα Aesch.).
Greek Monolingual
(I)
-ον, Α
(για εύφορες χώρες) αυτός που παράγει πολύ σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. ολιγόπυρος)].
(II)
-η, -ο / πολύπυρος, -ον, ΝΑ
ο γεμάτος φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πυρος (< πῦρ, πυρός «φωτιά»), πρβλ. ολιγόπυρος(II)].
Greek Monotonic
πολύπῡρος: -ον (πυρός), πλούσιος σε σιτάρι, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύπῡρος: -ον, (πυρὸς) ὁ πλούσιος εἰς σῖτον, ἐπίθ. εὐφόρων χωρῶν, Ἰλ. Ρ. 756, Ο. 372, Ὀδ. Ξ. 335, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 555.