εύσφαιρος
Greek Monolingual
εὔσφαιρος, -ον (Μ)
(κυρίως για μαργαριτάρια) ολοστρόγγυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. μεσόσφαιρος, οκτάσφαιρος].
εὔσφαιρος, -ον (Μ)
(κυρίως για μαργαριτάρια) ολοστρόγγυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. μεσόσφαιρος, οκτάσφαιρος].