εὔσφαιρος
From LSJ
English (LSJ)
εὔσφαιρον, fair and round, of pearls, Tz.H.11.490; ζῷα ib.7.726.
German (Pape)
[Seite 1100] wohl gerundet, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
εὔσφαιρος: -ον, ὁλοστρόγγυλος, εὐσφαίρων (μαργάρων) Τζέτζ. Ἱστ. 11. 492.
Greek Monolingual
εὔσφαιρος, -ον (Μ)
(κυρίως για μαργαριτάρια) ολοστρόγγυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. μεσόσφαιρος, οκτάσφαιρος].