εὔχυλος, -ον (Α)αυτός που παρέχει καλό, νόστιμο χυλό, εύγευστος, νόστιμος. επίρρ...εὐχύλως (Α)με άφθονο χυλό, με άφθονο χυμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χυλός «χυμός-γεύση»].