εἰδύλος

English (LSJ)

[ῠ], ον, = εἰδήμων, EM295.30, etc.:—fem. εἰδῠλίς, ίδος, Call.Fr.451.

Spanish (DGE)

-η, -ον
sabio, inteligente, EM 295.30, 32G., Anecd.Ludw.15.17.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδύλος: -ον, = εἰδήμων, Ἐτυμολ. Μ. 295. 30· θηλ. εἰδυλίς, ίδος, Καλλ. Ἀποσπ. 451· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει ἴδημα (ὅ ἐ. εἴδημα), = μάθημα.