εἴδημα

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴδημα Medium diacritics: εἴδημα Low diacritics: είδημα Capitals: ΕΙΔΗΜΑ
Transliteration A: eídēma Transliteration B: eidēma Transliteration C: eidima Beta Code: ei)/dhma

English (LSJ)

-ατος, τό, knowledge, Oenom. ap. Eus.PE5.21 (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό conocimiento κενὰ εἰδήματα Oenom.5.

German (Pape)

[Seite 723] τό, das Gewußte, die Kenntniß, Oenom. bei Euseb. praep. ev. 5, 21, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

εἴδημα: -ατος, τό, γνῶσις, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Π. 212D.

Greek Monolingual

εἴδημα, το (Α)
γνώση, μάθηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είδημα σχηματίζεται με την απαθή βαθμίδα της ρίζας weid- «γνωρίζω», που απαντά στον παρακμ. οίδα].

Frisk Etymological English

εἴδησις .
See also: s. οἶδα.

Frisk Etymology German

εἴδημα: εἴδησις usw.
{eídēma}
See also: s. οἶδα.
Page 1,451