εἴσερσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (εἴρω A) binding in or to, Sch.Th.1.6.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
sujeción de un moño con un broche, Sch.Th.1.6, Sud.ε 1257.

German (Pape)

[Seite 742] ἡ, Anknüpfung, Schol. Thuc. 1, 6.

Greek (Liddell-Scott)

εἴσερσις: -εως, ἡ, (εἴρω, δένω) ἔνερσις, πλοκή, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 6.